επιψευδαργύρωση

επιψευδαργύρωση
[-ις (-εως)] η оцинковка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "επιψευδαργύρωση" в других словарях:

  • επιψευδαργύρωση — η επικάλυψη μιας επιφάνειας με ψευδάργυρο για να προστατευθεί από τη σκουριά …   Dictionary of Greek

  • διάβρωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία και, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στο σύνολο των διεργασιών που προκαλούν διάφοροι φυσικοί παράγοντες, με αποτέλεσμα την αργή αλλά συνεχή αποσύνδεση και αποκομιδή, λιγότερο ή περισσότερο έντονη κατά τόπους,… …   Dictionary of Greek

  • ψευδάργυρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Zn· ανήκει στη δεύτερη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 30, ατομικό βάρος 65,37 και δεκατρία ισότοπα, από τα οποία πέντε είναι σταθερά. Δεν βρίσκεται ελεύθερος στη… …   Dictionary of Greek

  • ψευδαργύρωση — η, Ν [ψευδαργυρώ / ώνω] (μεταλργ.) επικάλυψη τής επιφάνειας ενός μετάλλου με στρώμα ψευδαργύρου για την προστασία του από την οξείδωση, αλλ. επιψευδαργύρωση …   Dictionary of Greek

  • γαλβάνιση — η ο γαλβανισμός, η επιμετάλλωση, η επιψευδαργύρωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαλβανισμός — ο 1. η γαλβάνιση, η επιψευδαργύρωση. 2. η χρησιμοποίηση του συνεχούς ηλεκτρικού ρεύματος για θεραπευτικούς σκοπούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»